- σουλίδες
- (Sulidae). Οικογένεια πελεκανόμορφων πουλιών που αριθμεί 9 είδη. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται από ρινοθήκη που δε λυγίζει στην άκρη της και δεν έχουν σάκκο κάτω από το ράμφος τους για την αποθήκευση της τροφής. Είναι έμπειροι δύτες, και δε διστάζουν να πέσουν στη θάλασσα από 30 μ. ύψος για να πιάσουν ψάρια. Έχουν άλλωστε μεγάλη ικανότητα στο ψάρεμα και η καλύτερη τους τροφή είναι τα χελιδονόψαρα. Οι Σ. ζουν κοντά στις ακτές και κατά την εποχή του πολλαπλασιασμού τους συνηθίζουν να ζουν ομαδικά. Το κυριότερο γένος είναι η σούλα (sula bassana). Το είδος αυτό έχει συνολικό μήκος 0,90 περίπου εκ. Το άνοιγμα στις φτερούγες του φτάνει περίπου τα δύο μέτρα. Κολυμπά και πετά θαυμάσια εξαιτίας της παρουσίας, κάτω από το δέρμα, πολυάριθμων μικρών κυψελίδων γεμάτων αέρα, οι οποίες επικοινωνούν με αέριους θύλακες. Το φτέρωμα στα ενήλικα άτομα είναι λευκό, εκτός από τις άκρες στις φτερούγες που είναι μαύρο, στα νεαρά όμως άτομα έχει χρώμα καφέ προς το μαύρο με πολυάριθμα λευκά στίγματα. Φωλιάζει στις βορειότερες ακτές της Μεγάλης Βρετανίας, της Αμερικής και στην Ισλανδία, απ’ όπου το φθινόπωρο μεταναστεύει ως τις Κανάριους και τον Κόλπο του Μεξικού.
Ένα όμοιο είδος είναι η σούλα η λευκογάστηρ (sula leucogaster), λίγο μικρότερη από την προηγούμενη, με καφέ φτέρωμα στο πάνω μέρος του σώματος και στο υπόλοιπο λευκό. Φωλιάζει στις ακτές και στα νησιά των ζωνών του Ατλαντικού και του Ινδικού, που είναι κοντά στον τροπικό του Καρκίνου.
Και τα δύο είδη τρέφονται προπάντων με ψάρια. Ζουν σε πολυάριθμα σμήνη, που μερικές φορές φτάνουν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα. Όπως και άλλα θαλασσοπούλια, οι σούλες είναι χρήσιμες στον άνθρωπο για την τεράστια ποσότητα λιπάσματος γκουάνο, που δημιουργούν με τ’ απορρίμματα τους.
Σούλα: πελεκανόμορφο πουλί της οικογένειας Σουλίδες.
* * *οι, Νζωολ. οικογένεια θαλάσσιων πτηνών τής τάξης πελεκανόμορφα, τών τροπικών κυρίως θαλασσών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sulidae < sula (πρβλ. σούλα) + κατάλ. -idae (πρβλ. -ίδες)].
Dictionary of Greek. 2013.